- άλας, ορυκτό
- Βλ. λ. αλάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυγίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας του τύπου (Ca, Mg, Fe, Αl)2 (ΑΙ, Si)2 Ο6, που ανήκει στην ομάδα των πυροξένων. Σχηματίζει κοντούς πρισματικούς κρυστάλλους κατά το μονοκλινές σύστημα. Έχει σκληρότητα 6 βαθμών στην κλίμακα Μος, ειδικό βάρος 3,4 gr/cm3 και… … Dictionary of Greek
εύκλαστο — Ορυκτό ένυδρο πυριτικό άλας αργιλίου και βηρυλλίου, με χημικό τύπο: BeΑlSiO4(OH). Είναι πολύ σπάνιο ορυκτό και σχηματίζεται σε πυριγενή και μεταμορφωμένα πετρώματα, κυρίως σε γρανιτικούς πηγματίτες και μαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους. Κρυσταλλώνεται… … Dictionary of Greek
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
εναργίτης — Ορυκτό αρσενικοθειούχο άλας του χαλκού με χημικό τύπο Cu3AsS4. Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα, έχει ειδικό βάρος 4,43 4,45, σκληρότητα 3, χρώμα χαλυβδόφαιο έως σιδηρομελανό και διαλύεται από το βασιλικό ύδωρ. Συνήθως περιέχει και… … Dictionary of Greek
ενστατίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας του μαγνησίου, που ανήκει στην ομάδα των ορθορομβικών πυροξένων, με χημικό τύπο Mg2Si2O6. Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα συμμετρίας και εμφανίζεται σε πρισματικά ή βελονοειδή σχήματα, κυρίως όμως σε επάλληλα φύλλα ή… … Dictionary of Greek
αλβίτης — Ορυκτό με ανοιχτό χρώμα, που ορίζεται χημικά ως πυριτικό άλας του αργιλίου και νατρίου· ο χημικός του τύπος είναι NaAl Si3O8. Αποτελεί τον πιο όξινο τύπο και συνεπώς το πιο πλούσιο σε πυρίτιο ορυκτό της σειράς των πλαγιοκλάστων (που είναι… … Dictionary of Greek
δωβρεελίτης — Ορυκτό, αποτελούμενο από θειούχο σίδηρο και θειούχο χρώμιο, με χημικό τύπο FeCr2S4. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, έχει μεταλλική λάμψη, μαύρο χρώμα και ειδικό βάρος 5,01. Είναι πολύ εύθραυστος και αποτελεί το μοναδικό ορυκτό του θειούχου… … Dictionary of Greek
ζωισίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας του ασβεστίου και του αργιλίου, με χημική σύσταση Ca2Al3(SiΟ4)3(ΟΗ). Η βάση της δομής του είναι τα διπλά τετράεδρα των ριζών (SiO4) 4 και κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα σχηματίζοντας πρισματικούς κρυστάλλους. Έχει λάμψη… … Dictionary of Greek
καρνοτίτης — Ορυκτό, ένυδρο ουρανικό και βαναδικό άλας του καλίου, της ομάδας των ουρανιομαρμαρυγιών· η σύστασή του είναι K2(UO2)2(VO4)23Η2Ο. Η δομή του είναι σύνθετη και λεπιοειδής και σπάνια κρυσταλλώνεται. Συνήθως έχει τη μορφή κόκκων και σκόνης, με χρώμα… … Dictionary of Greek
λαβραδορίτης — Ορυκτό, γνωστό και με την ονομασία λαβραδόριο. Πρόκειται για αργιλοπυριτικό άλας ασβεστίου και νατρίου, το οποίο ανήκει στην ομάδα των αστρίων και, ειδικότερα, στην ομάδα των πλαγιοκλάστων. Κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα σχηματίζοντας… … Dictionary of Greek